σωτηριωδώς

σωτηριωδώς
Μ
επίρρ. βλ. σωτηριώδης.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • σωτηριωδῶς — σωτηριώδης wholesome adverbial (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σωτηριώδης — ῶδες, ΜΑ [σωτήρ, ῆρος] 1. αυτός που οδηγεί στη σωτηρία, σωτήριος (α. «σωτηριωδέστατον αὐτοῑς εἶναι φάρμακον» Γαλ. β. «τὴν Ἰατρικὴν ἐπιστήμην σωτηριώδη τοῑς ἀνθρώποις τυγχάνειν», Ιουλιαν.) 2. επωφελής, ωφέλιμος. επίρρ... σωτηριωδῶς Μ με τρόπο που… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”